- σπαταλᾷς
- σπαταλάωlive softlypres subj act 2nd sgσπαταλάωlive softlypres ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπατάλας — σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem acc pl σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem gen sg (doric aeolic) σπατάλᾱς , σπαταλάω live softly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαταλάς, Γεράσιμος — Έλληνας φιλόλογος, λογοτέχνης και μετρικός (Κέρκυρα 1887 Αθήνα 1971). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε το περιοδικό Μαύρος Γάτος (1920 1921). Σε νεαρότερη ηλικία δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, που απάνθισμα τους αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
καταλούομαι — (Α) φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek